παρατηρητικός — ή, ό αυτός που έχει την ικανότητα να παρατηρεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρατηρητικόν — παρατηρητικός good at observing masc acc sg παρατηρητικός good at observing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατηρητικώτατα — παρατηρητικός good at observing adverbial superl παρατηρητικός good at observing neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατηρητικῆς — παρατηρητικός good at observing fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατηρητικῶς — παρατηρητικός good at observing adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατηρητικώτεροι — παρατηρητικός good at observing masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έξπλικτος — ἔξπλικτος, ον (Μ) άγρυπνος, παρατηρητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. explicatus, που διαφέρει όμως σημασιολογικώς] … Dictionary of Greek
αθρητικός — ἀθρητικός, ή, όν (Μ) [ἀθρῶ] ο ικανός στο να βλέπει, να παρατηρεί, παρατηρητικός, προσεχτικός … Dictionary of Greek
παρατηρητικότητα — η η ιδιότητα τού παρατηρητικού, η ικανότητα κάποιου να παρατηρεί, να ενεργεί παρατηρήσεις, διορατικότητα, οξυδέρκεια, οξύνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρατηρητικός. Η λ., στον λόγιο τ. παρατηρητικότης, μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
σημειωτικός — ή, ό / σημειωτικός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η σημειωτική α) γλωσσ. η σημειολογία β) ιατρ. παλαιός όρος για την συμπτωματολογία 2. φρ. α) «σημειωτικό σύμπτωμα» ιατρ. το σύμπτωμα που επιτρέπει την εντόπιση τής έδρας τής πάθησης ενός… … Dictionary of Greek