παρατηρητικός

παρατηρητικός
-ή, -ό / παρατηρητικός, -ή, -όν, ΝΑ [παρατηρητής
αυτός που έχει την ικανότητα να παρατηρεί, ο ικανός να ενεργεί παρατηρήσεις, οξυδερκής, διορατικός
νεοελλ.
αυτός που εκδηλώνει παρατήρηση ή επίκριση, επικριτικός, αποδοκιμαστικός («παρατηρητικό ύφος»).
επίρρ...
παρατηρητικῶς Α
με παρατήρηση, με έρευνα, ερευνητικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρατηρητικός — ή, ό αυτός που έχει την ικανότητα να παρατηρεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρατηρητικόν — παρατηρητικός good at observing masc acc sg παρατηρητικός good at observing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατηρητικώτατα — παρατηρητικός good at observing adverbial superl παρατηρητικός good at observing neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατηρητικῆς — παρατηρητικός good at observing fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατηρητικῶς — παρατηρητικός good at observing adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατηρητικώτεροι — παρατηρητικός good at observing masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έξπλικτος — ἔξπλικτος, ον (Μ) άγρυπνος, παρατηρητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. explicatus, που διαφέρει όμως σημασιολογικώς] …   Dictionary of Greek

  • αθρητικός — ἀθρητικός, ή, όν (Μ) [ἀθρῶ] ο ικανός στο να βλέπει, να παρατηρεί, παρατηρητικός, προσεχτικός …   Dictionary of Greek

  • παρατηρητικότητα — η η ιδιότητα τού παρατηρητικού, η ικανότητα κάποιου να παρατηρεί, να ενεργεί παρατηρήσεις, διορατικότητα, οξυδέρκεια, οξύνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρατηρητικός. Η λ., στον λόγιο τ. παρατηρητικότης, μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • σημειωτικός — ή, ό / σημειωτικός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η σημειωτική α) γλωσσ. η σημειολογία β) ιατρ. παλαιός όρος για την συμπτωματολογία 2. φρ. α) «σημειωτικό σύμπτωμα» ιατρ. το σύμπτωμα που επιτρέπει την εντόπιση τής έδρας τής πάθησης ενός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”